Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Γεγονότα στο χωριό Άχνα-29.6.1958


Αντιγράφουμε το πιο κάτω κείμενο από το βιβλίο του αγωνιστή της ΕΟΚΑ και απόστρατου αξιωματικού του Κυπριακού στρατού και της Εθνικής Φρουράς Χρήστου Μητσίδη "Δια πυρός και σιδήρου".

Το Εθνικό Αρραγές Εθνικό Μέτωπο(ΕΑΕΜ) δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1958, όταν οι Τούρκοι με την προστασία των Εγγλέζων άρχισαν, χωρίς καμμιά απολύτως πρόκληση, να σφάζουν τους Έλληνες, να λεηλατούν και να καταστρέφουν τις ελληνικές περιουσίες σε όλη την Κύπρο.
Τότε, με πρωτοβουλία της οργανώσεως (ΕΟΚΑ), και με την συνεργασία όλων των άλλων οργανωμένων καταστάσεων (...) αποφασίστηκε σχεδόν ομόφωνα (διαφώνησε μόνο το ΑΚΕΛ) ν; ιδρυθεί και να αρχίσει να επαγρυπνεί δια να προστατεύσει τη ζωή και την περιουσία του λαού, το ΕΑΕΜ.
Το μέτωπο είχε αποστολή να επαγρυπνεί επί 24ώρου βάσεως σε κρίσιμα σημεία των μικτών χωριών, των μικτών συνοικιών, ως και στις παρυφές των ελληνικών περιοχών ή χωριών που ήταν πλησίον τουρκικών συνοικιών ή τουρκικών χωριών.
Στο χωριό μου, την Άχνα, θυμούμαι πολύ καλά γιατί ήμουν παρόν(...) Αφού ελέχθη στο λαό της Άχνας ο λόγος της παγκοινοτικής συγκεντρώσεως, όλοι συμφώνησαν, πλην του ΑΚΕΛ, το οποίο αποχώρησε, αφού είπαν ότι θα έκαναν τις δικές τους ομάδες και θα αναλάμβαναν εκείνοι την ασφάλεια του χωριού. Πράγματι το ΑΚΕΛ προχώρησε και έκαμε ομάδες. (...) Μετά τη διαφωνία και την αποχώρηση του ΑΚΕΛ από την παγκοινοτική συγκέντρωση οι ΑΚΕΛιστές με πρόσχημα ότι επαγρυπνούν και αυτοί για τους Τούρκους, οργάνωσαν 3 φυλάκια στο κέντρο του χωριού με απώτερο στόχο και σκοπό να παρακολουθούν τις αποστολές των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.(..)
Από τις πρώτες νύχτες, μέλη της οργανώσεως κατάγγειλαν ότι ενώ πήγαιναν να εκτελέσουν αποστολές της ΕΟΚΑ, καταδιώκτηκαν από εποχούμενους ΑΚΕΛιστές (...)
Σε άλλες δύο περιπτώσεις ΑΚΕΛιστές που ήταν σε φυλάκια τους, επαγρυπνώντας δήθεν για τους Τούρκους, καταδιώξαν και συνέλαβαν νεαρούς μέλη της Αλκίμου Νεολαίας ΕΟΚΑ(ΑΝΕ) οι οποίοι εκτελούσαν συγκεκριμένες αποστολές. (...)
Αυτές τις αποστολές εκτελούσαν οι οργανωθείσες ομάδες των ΑΚΕΛιστών που δήθεν επαγρυπνούσαν για τους Τούρκους, με επακόλουθο την νύχτα της 29.6.1958 ενώ ομάδα προσωπιδοφόρων ενόπλων αγωνιστών μετέβαινε για να εκτελέσει κάποια αποστολή, έτυχε να περάσει από την περιοχή που ήταν ένα τέτοιο φυλάκιο.
(..) οι επαγρυπνούντες στη στέγη του σπιτιού, άρχισαν να φωνάζουν και ένας με ναυτικό όστρακο άρχισε να στέλνει συγκεκριμένο σύνθημα και να καλεί σε συναγερμό τις δυνάμεις τους.
Αυτό αποδείχθηκε διότι όπως είπαν και πολλοί χωριανοί, ομάδες ΑΚΕΛιστών ως και παρασυρθέντων αριστερών, μετά το συνθηματικό από το φυλάκιο τους, οργανώνονταν και έτρεχαν προς το φυλάκιο τους.
Η ομάδα αγωνιστών ως ήταν φυσικό αντέδρασε και κάλεσε τους ΑΚΕΛιστές να σταματήσουν να φωνάζουν, διότι υπήρχε κίνδυνος να προσελκύσουν Άγγλους που πιθανό να βρίσκονταν στο χωριό. Οι ΑΚΕΛιστές δεν υπάκουσαν αλλά συνέχισαν με μεγαλύτερη μανία να προκαλούν με επακόλουθο οι αγωνιστές μη έχοντας άλλη εκλογή υποχρεώθηκαν και τους διέλυσαν βίαια, και αυτούς του φυλακίου, αλλά και όσους άλλους πήγαν στην περιοχή οργανωμένα.
Μετά την διάλυση των ΑΚΕΛιστών η ομάδα αγωνιστών συνέχισε τον δρόμο της, και ενώ εξερχόταν από το χωριό από την βορειοδυτική παρυφή έπεσε πάνω σε πολυάριθμη δύναμη ΑΚΕΛιστών, που κινούντο με φορτηγό αυτοκίνητο με σβηστά τα φώτα. Μόλις είδαν τους αγωνιστές αυτοί που κινούντο με το αυτοκίνητο σταμάτησαν, και από την κάσια του φορτηγού άρχισαν να κατεβαίνουν καμιά τριανταριά άνδρες εξοπλισμένοι με ρόπαλα, μαχαίρια, κουνιές και άλλα γεωργικά εργαλεία. (...)
Μετά το επεισόδιο αυτό οι αγωνιστές συνέχισαν τον δρόμο τους, και οι ΑΚΕΛιστές αφού τέθηκαν σε συναγερμό άρχισαν να συγκεντρώνονται στο κέντρο του χωριού που ήταν τα καφενεία, τα οποία έκλεισαν, διότι ειδοποιηθέντες οι Άγγλοι, δεν γνώριζουμε μέχρι σήμερα από ποιον έστειλαν ένα λόχο στρατιωτών με πέντε τεθωρακισμένα.(...)
Έτσι, λοιπόν, οι ΑΚΕΛιστές μετά τον ερχομό του Αγγλικού στρατού, άρχισαν να συγκεντρώνονται, και οι εθνικόφρωνες κείστηκαν στα σπίτια τους. Αφού συγκεντρώθηκαν αρκετές εκατοντάδες άρχισαν να γυρίζουν μέσα στο χωριό, να προκαλούν, να οχλαγωγούν, να κτυπούν. Πήγαιναν σε σπίτια εθνικοφρόνων και ζητούσαν συγκεκριμένα άτομα λέγοντας ότι ήταν στην ομάδα των προσωπιδοφόρων, τούτο έκαναν και σπίτι μου.
Πήγαν στο σπίτι μου, έβρισαν και κτύπησαν τον πατέρα μου και τις αδερφές μου, εκ των οποίων η μια λιποθύμησε μάλιστα. Φωνάζοντας δε απαιτούσαν από τον πατέρα μου να τους πει που ήμουν εγώ, συγκεκριμένα έλεγαν στον πατέρα μου "που είναι ο γιος σου ο Τάκης; Πες μας που είναι, τον θέλουμε."
Οι Άγγλοι εν τω μεταξύ γύριζαν μέσα στο χωριό και τους ακολουθούσαν από κοντά (...)
Μόλις ανέτειλε ο ήλιος οι ΑΚΕΛιστές άρχισαν πάλι τις προκλήσεις, δεν άφηναν τους εθνικόφρονες να πάνε προς το κέντρο του χωριού, το οποίο είχαν καταλάβει μαζί με την δύναμη των Εγγλέζων που εστάλη από την προηγούμενη νύχτα. Εν τω μεταξύ καμμιά δεκαριά εθνικόφρωνες κατάφεραν και έφτασαν στον σύλλογο και τον άνοιξαν. Μόλις οι ΑΚΕΛιστές το κατάλαβαν, καμιά τριακοσαριά, πάντοτε υπό την κάλυψη των Εγγλέζων, κινήθηκαν απειλητικά προς το σύλλογο και απαίτησαν να κλείσει. Αυτοί που ήταν στο σωματείο είδαν τις εκατοντάδες "των παλληκαριών του ΑΚΕΛ" να πλησιάζουν απειλητικά, έκλεισαν τις πόρτες και ετοιμάστηκαν να αμυνθούν, έστειλαν δε ένα νεαρό δεκαπεντάχρονο τότε, τον Ανδρέα τον Μούζουρο, ο οποίος αφού τους ξεγέλασε από την πίσω πόρτα ήρθε τρέχοντας στο σπίτι της γιαγιάς μου που έμενα και με ξύπνησε(...)
Μόλις έφτασα στο κύριο δρόμο εκατόν πενήντα μέτρα μακριά από τον σύλλογο βλέπω έξω από το σπίτι του Χριστοφή του ΗΛία, ένα πρώτο εξάδελφο της μάνας μου να ακουμπά πάνω σε ένα ξινάρι. "Καλημέρα θείε" του λέγω και συνέχισα τον δρόμο μου προς τον σύλλογο. Αυτός τότε μου λέει "μην πάεις γιε μου γιατί είναι εσένα που γυρεύκουν, όλο το βράδυ εγυρίζαν το χωρκό και εφωνάζαν το όνομα σου".


(Συνεχίζεται)