Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

O Μακάριος ήθελε να αποκυρήξει τις Συμφωνίες του 1977

O Μακάριος μετάνιωσε για τη συμφωνία του 1977 με το Ρ. Ντενκτάς

30/12/2008 | ΤΗΣ ΦΑΝΟΥΛΑΣ ΑΡΓΥΡΟΥ


Σε αποδέσμευση απόρρητων εγγράφων της περιόδου 1977 - 1978 προχώρησε το Φόρεϊν Όφις, που αφορούν σημαντικές πτυχές του διπλωματικού παρασκηνίου για το Κυπριακό. Σ’ αυτά, διαγράφονται και οι εκτιμήσεις των Βρετανών για διάφορους Κύπριους πολιτικούς, όπως ο Γλ. Κληρίδης και ο Σπ. Κυπριανού, καθώς και ο Ρ. Ντενκτάς.

Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο Ραούφ Ντενκτάς έλεγε στους Βρετανούς ότι εκείνος και ο Μακάριος είχαν φθάσει σε μυστική συμφωνία λύσης πάνω στις 4 κατευθυντήριες γραμμές του 1977. Θα μπορούσαν οι διαπραγματεύσεις να προχωρήσουν εποικοδομητικά στην ίδια βάση, νοουμένου ότι ο Σπύρος Κυπριανού θα ήταν λιγότερο αδιάλλακτος.
Όμως, ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού ισχυριζόταν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, λίγο πριν από το θάνατό του, τον έβαλε να του υποσχεθεί ότι θα εγκατέλειπε τις τέσσερις κατευθυντήριες γραμμές.
Οι Βρετανοί έλεγαν ότι αμφότερες οι πλευρές ισχυρίζονταν πως αυτό ήταν εφεύρεση του Κυπριανού και πως, ενόσω αυτός ήταν πρόεδρος, ελάχιστες ήταν οι ελπίδες για λύση… Αυτά καταγράφονται σε έκθεση ανώτερου στρατιωτικού αξιωματούχου που επισκέφθηκε την Κύπρο το καλοκαίρι του 1978 για «επαφές».
(Δεν μπορεί, όμως, να ήταν εφεύρεση του Κυπριανού, εφόσον αυτό επιβεβαιώνεται και με τη δήλωση του Δρος Β. Λυσσαρίδη στην τηλεόραση του Λόγου, όταν, σε συνέντευξή του στο μ. Ανδρέα Χριστοφίδη, στις 3 Αυγούστου 1996, είπε επιγραμματικά:
«Σε δημόσια ομιλία του στην Πλατεία Ελευθερίας, στις 20 Ιουλίου 1977, μέρες πριν από το θάνατό του, ο Μακάριος έδωσε το μήνυμα ότι σκόπευε να επαναφέρει το Κυπριακό ως θέμα εισβολής και κατοχής και ότι στόχος του ήταν επίσης να αποσύρει τις προτάσεις... Σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία με το Μακάριο μετά την ομιλία, με διαβεβαίωσε (ο Μακάριος) ότι ακριβώς αυτό είχε υπόψη του, εφόσον οι Τούρκοι τον είχαν κοροϊδέψει».


«Αταίριαστοι» Κυπριανού - Ντενκτάς

Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και προβληματισμού είναι η σχετική βρετανική έκθεση ανώτερου στρατιωτικού ημερομηνίας 15 Αυγούστου 1978, ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο για «επαφές», δηλαδή για λόγους περισυλλογής πληροφοριών (intelligence) και βολιδοσκόπησης. Αναφέρεται σχετικώς:
«Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Κύπρο, η εντύπωση που πήρα από πολιτικούς, Έλληνες και Τούρκους, και επιχειρηματίες, είναι ζοφερή για την προοπτική λύσης. Από πλευράς διαπραγματεύσεων ο Πρόεδρος Κυπριανού - θεωρείται από πολλούς 'ανισόρροπος' (σίγουρα πολλές δηλώσεις και πράξεις του τις τελευταίες εβδομάδες δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση) και ο Ντενκτάς είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, φυλακισμένος των δικών του παλαιών δηλώσεων... Δεν είδα τον Κυπριανού, γιατί βρισκόταν στην Αθήνα παίρνοντας 'περαιτέρω καθοδήγηση από τον Καραμανλή', ο οποίος λέγεται ότι είναι δυσαρεστημένος από την έλλειψη προόδου στο Κυπριακό. Είδα τον αναπληρωτή Πρόεδρο Μιχαηλίδη και τον Υπουργό Εξωτερικών Ρολάνδη (αμφότεροι Κυπριανού και Ρολάνδης θα επισκεφθούν τη Μόσχα τον Απρίλιο), οι οποίοι είναι απογοητευμένοι για το μέλλον και, παρ’ όλον ότι αμφότεροι είναι πιστοί στον Πρόεδρο, μου έδωσαν τη συγκεκριμένη εντύπωση ότι δεν είναι ευχαριστημένοι από τη συμπεριφορά του (Κυπριανού).
Η άποψή μου είναι ότι ο Γλαύκος Κληρίδης, ο πρώην πρόεδρος και σημερινός αρχηγός της αντιπολίτευσης, έχει ακόμα μεγάλο ρόλο να παίξει στα πολιτικά της Κύπρου και για μια πιθανή λύση. Ο Ντενκτάς μίλησε με καλά λόγια γι’ αυτόν και το ίδιο και ο Κληρίδης για τον Ντενκτάς, και γενικά ο Κληρίδης αναγνωρίζεται ως ο 'μόνος ειλικρινής στην πολιτική ζωή της Κύπρου, όμως πάρα πολύ συγκαταβατικός'. Ενώ μίλια χωρίζουν τους Ντενκτάς και Κυπριανού και οι προσωπικότητές τους θα κάνουν τις διαπραγματεύσεις δύσκολες, αν όχι αδύνατες. Ίσως ο Κυπριανού θα πρέπει να φύγει, πιθανόν για λόγους υγείας, πριν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις...».


Πλάι - πλάι «συνύπαρξη» ήθελαν οι Τούρκοι

Στις 12 Οκτωβρίου 1977, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών μίλησε για το Κυπριακό σε συνεδρία υπουργών του ΣΕΝΤΟ. Ενημέρωσε εξηγώντας τα περί... μόνης πολιτικής λύσης, με την πάγια τουρκική θρασύτητα πλήρους άρνησης, διέγραψε την πάνοπλη ανταρσία εναντίον των Ελληνοκυπρίων το 1964, το σχέδιο αφανισμού του Ελληνισμού της Κύπρου της 14ης Σεπτεμβρίου 1963, τις σφαγές, τις δολοφονίες και τους ανελέητους βομβαρδισμούς με βόμβες ναπάλμ της Τηλλυρίας τον Αύγουστο του 1964. Και είπε:
«Μια δι-περιφερειακή ομοσπονδία αποτελούμενη από ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος με συμφωνημένες περιορισμένες εξουσίες κεντρικής ομόσπονδης κυβέρνησης έχει καταστεί μια ιστορική αναγκαιότητα, ως αποτέλεσμα των εμπειριών του πικρού παρελθόντος, τίποτα εκ των οποίων ήταν φταίξιμο της τουρκοκυπριακής κοινότητας ή της Τουρκίας. Αυτές οι εμπειρίες, επίσης, υπέδειξαν ότι, δίχως πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, δεν θα είναι δυνατό να διατηρηθεί η ανεξαρτησία της Κύπρου. Ο πρόεδρος Ντενκτάς κάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο σε συνάντηση κορυφής και αυτή η πρωτοβουλία υπήρξε αποτελεσματική. Αμφότεροι οι ηγέτες συναντήθηκαν στις 27 Ιανουαρίου και 12 Φεβρουαρίου 1977, τη παρουσία του Γ.Γ. του ΟΗΕ, και συμφώνησαν σε κατευθυντήριες γραμμές. Οι δικοινοτικές συνομιλίες επανήρχισαν στη Βιέννη στις 31 Μαρτίου 1977, όμως ο χάρτης που παρουσίασαν οι Ελληνοκύπριοι δεν ανταποκρινόταν ούτε στις πραγματικότητες στην Κύπρο, ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές. Αντίθετα, η τουρκοκυπριακή πλευρά παρουσίασε προτάσεις στο συνταγματικό, προτάσεις που στοχεύουν να βοηθήσουν τις δύο κοινότητες να ζήσουν πλάι - πλάι κάτω από μια ομοσπονδιακή σκέπη, μ’ ένα σύστημα που δεν θα επιτρέπει την επανάληψη του παρελθόντος... Στη Βιέννη η τουρκοκυπριακή πλευρά ανανέωσε την πρότασή της για τη δημιουργία μιας μικτής μεταβατικής κυβέρνησης στην Κύπρο και για την επαναλειτουργία του διεθνούς αερολιμένα Λευκωσίας, υπό τη διοίκηση μικτής διεύθυνσης από τις δύο κοινότητες...».


Ο χάρτης του 1977 απέκλειε την επιστροφή στην Κερύνεια

Αναφορικά με τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς 1977, βρετανική έκθεση με την οποία γινόταν ανασκόπηση της κατάστασης στην Κύπρο, σημείωνε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές Μακαρίου-Ντενκτάς της 12ης Φεβρουαρίου 1977 υπό την εποπτεία του τότε Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βαλτχάιμ, δεν ήταν καθόλου σωστές. Σημείωσαν συγκεκριμένα, πως: «Δεν περιλάμβαναν αναφορά στο κριτήριο της ασφάλειας, το οποίο πάντοτε ήταν το ουσιώδες για τις τουρκοκυπριακές απαιτήσεις για λύση. Μιλούσαν ενθαρρυντικά για την ανάγκη συμφωνίας που να περιλαμβάνει τις τρεις 'ελευθερίες', εγκατάστασης, διακίνησης και δικαιώματος ιδιοκτησίας περιουσίας, όμως αναγνώριζαν ότι αυτό συνεπαγόταν «κάποιες πολιτικές δυσκολίες» για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Περιλάμβαναν τη λέξη δικοινοτική, την οποία οι Ελληνοκύπριοι ερμηνεύουν σε δημόσιες συζητήσεις ότι διαφέρει από τη 'διζωνική', παρ’ όλον ότι ιδιωτικά παραδέχονται ότι η διζωνική λύση είναι αναπόφευκτη... Ο Κλίφορντ έφθασε στη Λευκωσία στις 23 Φεβρουαρίου και εκείνο που κατόρθωσε ήταν να εξασφαλίσει συμφωνία από τους Ελληνοκύπριους να δώσουν χάρτη με καθορισμένες εδαφικές προτάσεις στις συνομιλίες της Βιέννης, ενώ έπεισε τους Τουρκοκύπριους να δώσουν σοβαρές συνταγματικές προτάσεις...
Στις 31 Μαρτίου και 7 Απριλίου στη Βιέννη, αμφότερες οι πλευρές έδωσαν κάτι... Ο χάρτης της ελληνοκυπριακής πλευράς δεν ήταν, αυστηρώς ομιλούντες, διζωνικός, υπό την έννοια ότι άφησε την παλαιά πόλη της Αμμοχώστου σε δύσκολη εκκρεμότητα, με μια μόνο πρόσβαση και περικυκλωμένη από ελληνικό έδαφος, τόσο από το βορρά όσο και από το νότο. Όμως είναι δύσκολο να δεις πώς μπορούν οι Έλληνες να σχεδιάσουν μια περιοχή με μόνο το 20% της Δημοκρατίας... Ακόμα περισσότερο να ετοιμάσουν χάρτη, κάτι που συνεπαγόταν μεγάλη τόλμη και πολιτικό θάρρος, ειδικά όταν ο ξεκάθαρος στόχος του χάρτη αυτού είναι ότι πολλοί Ελληνοκύπριοι -εκείνοι από τις περιοχές Κερύνειας και Λευκονοίκου- ποτέ δεν θα επιστρέψουν στα σπίτια τους. Εν πάση περιπτώσει, η τουρκοκυπριακή πλευρά τον θεώρησε ως παραβίαση των συμφωνηθέντων... Στο συνταγματικό, οι Τούρκοι δεν έδωσαν σοβαρές προτάσεις...».


Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπέρ του ΝΑΤΟ

Στη συνέχεια παρατίθενται οι θέσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, όπως καταγράφτηκαν λίγες μέρες πριν από το θάνατό του.
Στις 2 Ιουνίου 1977, όταν τον επισκέφθηκε ο Βρετανός βουλευτής Πίτερ Τάπσελ, συνοδευόμενος από το Βρετανό Ύπατο Αρμοστή, ο Μακάριος εξέφρασε τα εξής:
Εις απάντησιν ερώτησης, αν θα μπορούσε να συναντηθεί με τον Ετζεβίτ, είπε ότι θα ήταν έτοιμος να συναντηθεί με τον Ετζεβίτ ή τον Ντεμιρέλ σε μια τρίτη χώρα. Αναγνώριζε ότι ο χρόνος δυσκόλευε τα πράγματα, όμως, τόνισε εμφαντικά, ότι δεν ήταν διατεθειμένος, απλά να δεχθεί την υφιστάμενη κατάσταση στην Κύπρο. Πρέπει οι διαπραγματεύσεις για λύση να γίνουν πάνω σε λογική και ρεαλιστική βάση. Γι’ αυτό χρειαζόταν η υποστήριξη των Αμερικανών και των εννέα της Οικονομικής Κοινότητας. Ενδεικτικά, ανέφερε ότι το αποτέλεσμα θα ήταν προς το συμφέρον του ΝΑΤΟ, και τόνισε εμφαντικά ότι, κατά την άποψή του, το ΝΑΤΟ ήταν καλό πράγμα. Ένα δυνατό ΝΑΤΟ ήταν αναγκαίο ως αντίβαρο στη Σοβιετική Ένωση... Μίλησε για ομόσπονδη, αλλά όχι συν-ομόσπονδη, λύση, και αναφέρθηκε στο χάρτη που ετοίμασε, προσδιορίζοντας την τουρκοκυπριακή περιοχή.
Είχε, σημειώνει η αναφορά, καλό χιούμορ, και διασκέδαζε τις συμβουλές των γιατρών του ότι, αν δεν πρόσεχε, θα πάθαινε και δεύτερη καρδιακή προσβολή...


Τσιαγκλαγιαγκίλ: Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία

Εβδομάδες μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 12-14 Σεπτεμβρίου 1977, ο Βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας Φρανκ Τζουτ επισκέπτεται την Άγκυρα και συζητεί με τους Τούρκους το Κυπριακό. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ Τσιαγκλαγιαγκίλ τού τονίζει ότι η Τουρκία θέλει την εγκαθίδρυση ενός ομόσπονδου, δικοινοτικού, διζωνικού συστήματος, αλλά δεν θέλει να ξεκινήσει με τα σύνορα. Δεν μπορούσε να ξεκινήσει με παραχωρήσεις, γιατί η άλλη πλευρά απλώς θα τις «τσέπωνε». Πίστευε ότι ήταν νωρίς ακόμα… Η διαδικασία του Κυπριακού θα έπαιρνε ίσως και 15 χρόνια. Ο κ. Τζουτ ξαφνιάστηκε για το χρονοδιάγραμμα... Τελικά συμφώνησαν ότι η λύση θα προέλθει μέσα από τις δικοινοτικές συνομιλίες (Ο κ. Τζουτ είχε πάει στην Άγκυρα για να συζητήσει τα ήδη ετοιμασμένα από το Φόρεϊν ΄Οφις σχέδια των δύο συνιστώντων κρατών με οριακές αναπροσαρμογές, αποζημιώσεις και ελεύθερη διακίνηση, εκ περιτροπής προεδρία κ.ά.. Για να εισπράξει την πάγια τουρκική πολιτική τού παίρνω όσα μου προσφέρουν, με την προϋπόθεση ότι αναμένω περισσότερα).


Αναφορές του τουρκικού Τύπου στις 18/9/1977

Α) Το ψευδοκράτος («TFSC») αποφάσισε να πληρώσει αποζημίωση στις οικογένειες των πέντε Βρετανών πολιτών που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής («στρατιωτική επιχείρηση του 1974» την αποκάλεσαν). Επίσης αποζημίωσε βρετανικές οικογένειες, τα σπίτια των οποίων είχαν βομβαρδιστεί κατά τους τουρκικούς βομβαρδισμούς. Ενημερώθηκε ο κ. Τζουτ πριν φύγει από την Τουρκία.
(Παρατήρηση: Οι Τούρκοι δέχθηκαν ευθύνες για το 1974. Γιατί αποζημιώθηκαν μόνο Βρετανοί πολίτες, θύματα των τουρκικών επιθέσεων, και όχι ΚΑΙ οι χιλιάδες των Ελληνοκυπρίων, και άλλων τόσων τραυματισθέντων; Δεν το γνώριζαν αυτό οι Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας;).
Β) Ο ελληνοκυπριακός Τύπος ισχυρίζεται ότι ο κ. Τζουτ πρόσφερε στο ψευδοκράτος («TFSC») μεγάλο μέρος της Δεκέλειας, εις αντάλλαγμα για το Μαράς. Επίσης ο ελληνοκυπριακός Τύπος ισχυρίζεται ότι οι Βρετανοί εγκαταλείπουν τη Βάση Δεκέλειας, ότι το ΝΑΤΟ γνωρίζει αυτά τα σχέδια και ότι η Δυτική Γερμανία υποστηρίζει την παραχώρηση της Δεκέλειας στους Τούρκους.


Κ. Καραμανλής: Δικαιολογημένοι οι Κύπριοι

Την 1η Ιουνίου 1978, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και ο επικεφαλής του Υπουργικού κ. Μολυβιάτης είχαν συνάντηση με το Βρετανό πρωθυπουργό, στη βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον.
Ο κ. Καραμανλής είπε ότι όλα τα προβλήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας βρισκόντουσαν στα χέρια των Τούρκων. Όπως είχε πει στον πρόεδρο Κάρτερ, παρ’ όλον ότι το αμερικανικό εμπάργκο όπλων στην Τουρκία ήταν εσωτερικό θέμα των ΗΠΑ, μια λύση για το Κυπριακό θα τερμάτιζε και το εμπάργκο όπλων και η Ελλάδα θα επέστρεφε πλήρως στο ΝΑΤΟ. Ο Καραμανλής δεν μπορούσε να κατανοήσει την τουρκική συμπεριφορά, που ενεργούσε εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων, και ζήτησε από το Βρετανό ομόλογό του να επηρεάσει την τουρκική κυβέρνηση για λύση.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός απάντησε ότι είχε ήδη καλέσει τον Ετζεβίτ να δείξει ελαστικότητα τόσο στο συνταγματικό, όσο και στο εδαφικό. Ο Ετζεβίτ ήταν της άποψης ότι, όταν οι δύο πλευρές καθόντουσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η τουρκική ελαστικότητα θα ήταν πλήρως εμφανής. Ο Καραμανλής διαφώνησε, λέγοντας ότι οι Κύπριοι (εννοώντας τους Ελληνοκύπριους) μπορεί να κάνουν λάθος σε κάποια σημεία, όμως, ήταν απολύτως δικαιολογημένοι να αρνούνται να εμπλακούν σε συζητήσεις στη βάση των υπαρχόντων προτάσεων, που έδιδαν στην Τουρκία το 34% του εδάφους της Κύπρου. Και ήταν της γνώμης ότι ο Ετζεβίτ δεν θα δεχόταν να συναντήσει τον πρόεδρο Κυπριανού, παρ’ όλον ότι τέτοια συνάντηση θα ήταν προς το συμφέρον της Τουρκίας.


Οι Βρετανοί ήθελαν να εγκαταλείψουν τις Βάσεις - Τους κράτησαν οι Αμερικανοί

Στις 04.40 πρωινή της 7ης Δεκεμβρίου 1977 κατασκοπευτικό υπερσύγχρονο αεροπλάνο της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αεροπορίας τύπου U2, που ανήκε στην αεροπορική βάση Beale της Καλιφόρνιας, συνετρίβη αμέσως μετά την απογείωσή του από το αεροδρόμιο της Βάσεως Ακρωτηρίου και συγκρούστηκε στο συγκρότημα επιχειρήσεων της βάσης με μεγάλο αριθμό προσωπικού, προξενώντας τεράστιες ζημιές.
Ερευνώντας, όμως, βαθύτερα τα βρετανικά έγγραφα, βρήκαμε ότι η αμερικανική παρουσία στη βρετανική στρατιωτική Βάση Ακρωτηρίου πήγαινε πολύ πιο πίσω, εξηγώντας και την επιμονή του Χένρι Κίσιγκερ το 1974, να αντιτίθεται στη βρετανική αποχώρηση και εγκατάλειψη των βάσεων. (Το Λονδίνο, τέλος του 1974, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει οριστικά τις βάσεις, όταν και ο Κίσιγκερ ικέτευε ουσιαστικά την κυβέρνηση Γουίλσον/Κάλαχαν να παραμείνουν. Έτσι, ο Κάλαχαν έπεισε τον Κίσιγκερ να υιοθετήσει τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, σε αντίθεση με την υποστήριξη του τελευταίου σε λύση καντονοποίησης).
Με περαιτέρω έρευνα σε αμερικανικά έγγραφα, βρίσκουμε ότι τα αμερικανικά U2 όντως χρησιμοποιούσαν τη Βάση Ακρωτηρίου από το 1974. Το πρόγραμμα σχετιζόταν με το πρόγραμμα της ΣΙΑ 1954-1974 για τη χρήση των κατασκοπευτικών U2 για επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή.


Βρετανικό… δίλημμα

Σύμφωνα με τα βρετανικά έγγραφα, όπως προαναφέρθηκε, οι Βρετανοί αμέσως μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή της μισής Κύπρου, είχαν αποφασίσει να αποχωρήσουν πλήρως από την Κύπρο, εγκαταλείποντας τις λεγόμενες κυρίαρχες βάσεις. Ο λόγος ήταν οικονομικός, το κόστος διατήρησής τους ήταν υπέρογκο και οι υποχρεώσεις τους προς χώρες της Μέσης Ανατολής είχαν ελαττωθεί. Και αυτά, στο πλαίσιο μεγάλων αμυντικών περικοπών. Το περιερχόμενο των εγγράφων δίνει ενδείξεις ότι οι Βρετανοί θα μπορούσαν να συνεχίσουν την παρουσία τους, αν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν κάλυψη των εξόδων τους από τους Αμερικανούς, εφόσον μεγάλη μερίδα των επιχειρήσεών τους στις βάσεις κάλυπταν πλέον υψηλού βαθμού ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις...
Όμως, πέραν όλων των άλλων δυσκολιών, οι Βρετανοί ήταν δεσμευμένοι με την υποχρέωση που έδωσαν το 1960, να επιστρέψουν αυτά τα εδάφη στην Κυπριακή Δημοκρατία. Γι’ αυτό, για να βγουν από το αδιέξοδο αυτό, έπρεπε να διαπραγματευτούν την επιστροφή των βάσεων στα πλαίσια λύσης του Κυπριακού, ούτως ώστε να είναι αποδεκτός ο τρόπος επιστροφής των από όλες τις πλευρές στο νησί. Άλλωστε, με παλαιότερες υποσχέσεις, είχαν δώσει στους Τούρκους την ελπίδα και προοπτική, να τους παραχωρήσουν τη Βάση Δεκέλειας.

Πηγή: η Σημερινή

Σχόλιο blog: Κάποια βασικά σημεία που πρέπει να τονιστούν από αυτή την ενδιαφέρουσα έρευνα της κυρίας Αργυρού είναι ότι:
1.Διαψεύδονται ακόμη μια φορά οι δήθεν πιστοί ακόλουθοι της πολιτικής του Μακαρίου και πιστά παπαγαλάκια του εκτρώματος της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Ο ίδιος ο Μακάριος αποκηρύσσει την Συμφωνία του 1977 και καλεί τους πιστούς του συνεργάτες να τις ακυρώσουν.
2.Στα αρχεία αυτά φαίνεται ακόμη μια φορά ότι η Τουρκία ζητούσε ανέκαθεν την δημιουργία μιας διπεριφερειακής(διζωνικής) ομοσπονδίας με ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κρατίδιο(δικοινοτική). Και αυτό ήρθε σε σημείο να το πετυχαίνει απόλυτα μετά τις συνεχείς υποχωρήσεις όλων των μέχρι σήμερα Προέδρων της Δημοκρατίας. Ακόμη είναι φανερό ότι οι συμφωνίες του 1977 μιλάνε καθαρά για τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα της μετακίνησης, της ιδιοκτησίας και της εγκατάστασης πράγμα το οποίο έχει χαθεί από τον καιρό εκείνο.