Είναι Κυριακή 27 Απριλίου 1941, ώρα 8.30. Ένα στρατιωτικό άγημα, αποτελούμενο από δυο μοτοσικλέτες, ένα Κίμπελ-βάγκεν και ένα φορτηγό, ανεβαίνει από το Θησείο την οδό Απ. Παύλου προς την Ακρόπολη. Επάνω στον Ιερό Βράχο, (στο μέρος που οι Αθηναίοι ονομάζουν Καλλιθέα, ψηλά στον ιστό κυματίζει η Σημαία. Η ελληνική Σημαία με το μεγάλο σταυρό στην μέση λάμπει και τα χρώματά της τονίζουν και τονίζονται από τον Παρθενώνα που στέκει αγέρωχος.
Οι στρατιώτες που την φρουρούσαν όλες τις ημέρες από την 28η Οκτωβρίου του 1940 δεν υπάρχουν πια. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής δεν πρέπει να κυκλοφορούν, ούτε να υπάρχουν στρατιώτες. Έχει δοθεί ήδη διαταγή, όσοι στρατιώτες υπάρχουν να παρουσιασθούν στα φρουραρχεία ώστε να τους δώσουν απολυτήρια.
Στρατιώτες δεν υπάρχουν λοιπόν να φυλάττουν την Σημαία. Κι όμως ένας φρουρός είναι εκεί. Είναι η πρώτη του ημέρα που του ανέθεσαν αυτή την δουλειά και είναι πολύ υπερήφανος. Είναι μόλις 17 χρονών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης
Νεολαίας (ΕΟΝ). Μόλις χθες, η τοπική επιτροπή της Νεολαίας του Θησείου απεφάσισε όπως τα νεαρά της μέλη εκτελούν τα καθήκοντα του φρουρού της σημαίας μέχρις ότου το κατοχικό κράτος θα απεφάσιζε – με την συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων – το τι θα έμελλε να γίνει.
Σκέπτεται ότι η ευθύνη του είναι μεγάλη, να φυλάει την σημαία της χώρας του. Είχε φτιάξει από πολύ πρωί με προσοχή την στολή του – στολή βαθμοφόρου – και ανέβηκε μόνος στην Ακρόπολη, πλησίασε την σημαία, στάθηκε προσοχή και την χαιρέτησε. Μετά έκανε βήματα – ενστικτωδώς – δεξιά και αριστερά για να γνωρίσει τον χώρο και μετά την ξανακοίταξε και ένιωσε ικανοποιημένος. Από τα τείχη είδε, κάτω στην πόλη, στρατιωτικά Γερμανικά αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται και σιγά-σιγά τους ανθρώπους να κυκλοφορούν. Άκουσε και τις καμπάνες των πολλών εκκλησιών και συνειδητοποίησε ότι ήταν Κυριακή.
Είχε μια αγωνία για τους Γερμανούς που είχαν μπει στην Αθήνα, μια στενοχώρια για τον αδελφό του, που δεν είχε γυρίσει ακόμη από το μέτωπο. Τον παίδευε το τι έμελλε να ξημερώσει τις επόμενες ημέρες για την οικογένειά του, τους φίλους του, την Πατρίδα του. Του ζέστανε την καρδιά όμως η σημαία που κυμάτιζε, η Ακρόπολιι η αιώνια και ο Αττικός ήλιος. Μια μικρή αισιοδοξία άρχισε να νιώθει η παιδική του ψυχή η αθώα. Θα πέρναγαν όλα. Να είμαστε χαρούμενοι, αισιόδοξοι και να εργαζόμεθα – του έλεγαν συχνά οι αξιωματικοί της Νεολαίας. Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια ήταν το τρίπτυχο των ιδανικών της εποχής εκείνης. Γι’ αυτά τα τρία αγαθά πρέπει να ζούμε, να εργαζόμαστε και να προσπαθούμε. Η πατρίδα του είχε σκλαβωθεί. Οι άνθρωποι και η πίστις των θα φρόντιζαν να ελευθερωθεί γρήγορα!
Την ίδια στιγμή που ο Κώστας – ο φρουρός της Σημαίας – σκεπτόταν όλα αυτά, το στρατιωτικό Γερμανικό άγημα έφθανε εμπρός από τα προπύλαια. Πρώτα οι μοτοσικλετιστές κατέβηκαν, μετά ο οδηγός, οι δύο αξιωματικοί από το Κίμπελ-βάγκεν και οι στρατιώτες από το φορτηγό. Παρετάχθησαν, αφού έφτιαξαν τις στολές τους. Οι αξιωματικοί του στρατού, ταγματάρχης Peter Jacoby και λοχαγός Georg Elsnits, τους επιθεώρησαν.
Ένας λοχίας κρατούσε μια σημαία διπλωμένη κατά τον στρατιωτικό τρόπο. Τα πρόσωπα όλων έλαμπαν. Γι’ αυτούς – το άγημα της Σημαίας – η στιγμή εκείνη ήταν το επιστέγασμα της νίκης τους. Όλοι είχαν επιλεγεί γι’ αυτήν την τιμή. Ανήκουν στους “ορεινούς” του στρατού, δηλαδή στην 6η ορεινή μεραρχία που είχε έμβλημα το εντελβάις των Άλπεων. Ξεκίνησαν σιγά-σιγά. Ακολούθησαν κι αυτοί το δρόμο που ακολουθούσε η πομπή των Παναθηναίων, πόσο όμως διαφορετική ήταν τούτη η πομπή!
Μια σοβαρότητα τους κατέλαβε. Ο τόπος τούτος ήταν διαφορετικός. Ήξεραν άραγε το νόημα της στιγμής, ένιωθαν τους αιώνες; Κανείς δεν ξέρει. Μόλις έφθασαν στον Παρθενώνα είδαν – με έκπληξή τους – ότι η Σημαία δεν ήταν μόνη. Κάποιος νεαρός με στολή - όχι στρατιωτική - ήταν εκεί. Συνέχισαν να προχωρούν.
Ο Κώστας τους είχε δει κι αυτός. Είχε χάσει την χαλαρότητά του και τέντωσε από ένστικτο το σώμα του. Δεν ήξερε ακόμη τι θα γινόταν αλλά ένιωθε … Την ώρα που οι στρατιώτες πλησίαζαν, ήλθε κοντά στον ισrό της Σημαίας και τον άγγιξε. Να τον προστατεύσει ή να πάρει δύναμη απ’ αυτόν; Σίγουρα και τα δύο. Ήταν εκείνη η μοναδικήστιγμή που τα γεγονότα
είναι τόσο δυνατά που το παιδί γίνεται άνδρας. Άπλωσε το αριστερό του χέρι και αγκάλιασε τον ιστό.
Οι στρατιώτες εν τω μεταξύ είχαν πλησιάσει και είχαν παραταχθεί σε μια σειρά εμπρός από τον ιστό, κοιτάζοντάς τον. Οι αξιωματικοί εμπρός τους, ο λοχίας με την σημαία ένα βήμα πιο πίσω. Ο Κώστας είδε την σημαία που κρατούσε ο λοχίας και κατάλαβε. Ήλθαν να υψώσουν την σημαία. Την σημαία τους. Αχ, και να ‘χε ένα όπλο σκέφτηκε απλά. Οι αξιωματικοί – ελαφρά αμήχανοι – προχώρησαν ένα ακόμη βήμα, στάθηκαν προσοχή και τον χαιρέτησαν στρατιωτικά. Ο Κώστας ανταπόδωσε μάλλον από ένστικτο. Και να εκεί ο νεαρός Έλληνας, κρατώντας τον ιστό με αισθήματα ψυχικής συντριβής για το ό,τι έμελλε να επακολουθήσει, δαγκώνοντας τα χείλη και σφίγγοντας τις γροθιές του, σοβαρός με τα καστανά του μάτια – φλόγες πραγματικές – να διαπερνούν τα πρόσωπα των αξιωματικών. Και εκείνοι αμήχανοι, καταλαβαίνουν. Και ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, ο Ιερός Βράχος, να παρακολουθούν σκηνές που είχαν επαναληφθεί στο παρελθόν. Άκρα ησυχία, μόνο ο θόρυβος της Σημαίας που κυματίζει.
Ο λοχίας με την σημαία τους προχώρησε και ο ταγματάρχης ένευσε με το κεφάλι του. Ο Κώστας άφησε τον ιστό που τον κρατούσε και τους γύρισε την πλάτη. Άρχισε με αργές κινήσεις να λύνει το σχοινί και να υποστέλλει την Σημαία του. Δάκρυα πολλά άρχισαν να κυλούν απ’ τα μάτια του. Δεν έβγαλε άχνα. Κατάπιε τους λυγμούς του. Η σημαία πλέον κατέβαινε αργά-αργά και εκείνος σκεφτόταν:
Συγχώρα με, σε παρακαλώ! Δεν γίνεται διαφορετικά. Καλύτερα εγώ, παρά αυτοί. Μην στεναχωρείσαι δεν θα σε πάρουν αυτοί!
Παιδικά απλά λόγια ή λόγια Ελλήνων οπλιτών του Λεωνίδα; Ο βαθμοφόρος της Νεολαίας ή ο βετεράνος πολεμιστής της φρουράς των Αθανάτων του Αλέξανδρου; Μα μήπως δεν είναι το ίδιο; Παιδιά και πολεμιστές δεν έχουν την ίδια ψυχή αφού είναι Έλληνες; Ο Κώστας έχει τελειώσει. Αρχίζει το δίπλωμα της σημαίας. Την διπλώνει άψογα. Εξακολουθεί να έχει στραμμένη την πλάτη στους στρατιώτες.
Χωρίς ούτε καν να στρέψει το βλέμμα του προς αυτούς, προχωρά προς τις επάλξεις του τείχους. Σφίγγει την Σημαία στο στήθος του. Οι στρατιώτες τον κοιτούν. Δεν ξέρουν. Άραγε νιώθoυν; Ο Κώστας ήδη έχει πάρει πια έναν άλλο δρόμο. Ένα συμπαντικό δρόμο, αυτόν που λίγοι ζωντανοί νιώθουν. Ένα ακόμη βήμα προς το τείχος. Μετά οι επάλξεις. Μετά το κενό. Το παιδί πέφτει στον γκρεμό χωρίς ν’ αφήσει την σημαία του.
Συνειδητά. Ελληνικά. Υπέροχα.
Γι’ αυτόν, απλά κρατεί την υπόσχεσή του. Η σημαία δεν παραδίδεται. Ο Κώστας Κουκκίδης ανήκει στην Ιστορία πλέον.
Οι Γερμανοί τα χάνουν. Μερικοί από τους στρατιώτες ετοιμάζονται να ορμήσουν προς το τείχος. Ο ταγματάρχης κοφτά, τους επαναφέρει:
Εμπρός, την σημαία! Ο λοχίας προχωρεί. Σε λίγο η στρατιωτική σημαία της Γερμανίας κυματίζει στον ιστό.
Ο ταγματάρχης Jacoby και ο λοχαγ6ς Elsnits προχωρούν προς το σημείο, που χάθηκε ο ‘Ελληνας φρουρός. Κοιτούν από ψηλά. Ο Κώστας είναι με την σημαία κάτω στο βάθος, επάνω στα βράχια. Γυρίζουν με σκυμμένο το κεφάλι. Θα είναι αυτοί που επίσημα λίγο αργότερα θα ζητήσουν από την διοίκησή τους να υψώνεται και η Ελληνική Σημαία μαζί με την δική τους, από τούδε και στο εξής. Πράγματι, με έγκριση του Γεν. Επιτελείου της Βέρμαχτ, την επομένη ημέρα η Ελληνική σημαία κυματίζει ξανά.
Ποιος λέει ότι οι θυσίες πάνε στα χαμένα;
Κι όμως μερικές φορές η θυσία ξεχνιέται απ’ αυτούς ακριβώς που δεν πρέπει να ξεχνούν. Θα μπορούσα να πω ότι η θυσία του Κώστα εξελίχθηκε στις κατοπινές από τότε δεκαετίες σ’ ένα από τα μυστικά της Ακρόπολης. Συμβαίνουν καμιά φορά περίεργα πράγματα. Κάποια στιγμή ο τόπος, σαν να είναι κάτι το ζωντανό, αποκτά άκαμπτους και άλυτους δεσμούς με τους ανθρώπους. Όταν βλέπει ότι ένα άγιο και ιερό γεγονός κινδυνεύει από άγνοια, από κακία, από ματαιοδοξία, προδοσία ή και προκατάληψη των ανθρώπων, τότε τους δεσμούς αυτούς ο τόπος τους αγκαλιάζει και τους κλείνει μέσα του για να τους προστατεύσει.
Ξέρει καλά ότι τέτοια γεγονότα και σράξεις είναι διαχρονικές ζουν για πάντα γι’ αυτούς που ξέρουν και νιώθουν . Κάποιες άλλες φορές οι άνθρωποι δεν είναι άξιοι να ξέρουν ή και να θυμούνται γεγονότα ή πράξεις που γι’ αυτούς είναι ακατόρθωτες . Η μεγαλοσύνη, ο ηρωισμός , τα ιδανικά και οι πατρίδες , κάποτε – ντροπή μεγάλη – ωχριούν εμπρός από την πολιτική και τα συμφέροντα, τις διαπλοκές και το χρηματιστήριο.
Για πενήντα χρόνια η θυσία του Κώστα αμφισβητείται από συγγραφείς, αρθρογράφους ακόμη και από … αρχαιολόγους! Κι όμως υπάρχουν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που είδαν την θυσία του Κώστα:
Ο Κυριάκος Γιαννακόπουλος , παιδί ακόμη, πουλούσε τσιγάρα στην Πλάκα, γεννημένος πριν ένδεκα χρόνια στο Θησείο. Έτυχε την στιγμή της θυσίας να στρέψει το βλέμμα του προς την Ακρόπολη: « .. .Την ώρα ακριβώς που έπεφτε το παιδί με την Σημαία τυλιγμένο και κτυπούσε στους βράχους. Έκανα να τρέξω προς τα εκεί και δεν μπορούσα. Ναι προσπάθησα, να πάω και εγώ εκεί … Το παιδί … τρέξανε, χάλασε ο κόσμος, έγινε σεισμός εκείνη την ώρα που είδαν το παιδί, όλος ο κόσμος αναστατώθηκε. Πού να πάω εγώ παιδάκι τότε , να χωθώ, εκεί μέσα στην στοά της Ακροπόλεως, να μαζέψω … να προσφέρω τι; Απλώς πήρα τα πράγματά μου και έφυγα . Σκοτώθηκε εκείνη την ώρα. Κτύπησε στους βράχους και εκτινάχθηκε. Το θυμάμαι, το βλέπω σαν να το βλέπω τώρα . Αυτό το πράγμα δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τα μάτια μου, μόνο όταν πεθάνω! »
Και άλλος. Ο Στάθης Αρβανίτης, μικρό παιδί κι αυτός, θυμάται: «Ημουνα τότε επτά χρονών. Μέναμε ακριβώς κάτω απ’ την Ακρόπολη. Εκείνη την ημέρα στις 27 Απριλίου – μια ημέρα ηλιόλουστη με καθαρότατο ουρανό – ο πατέρας μου είχε απαγορέψει και στον αδελφό μου και στην μητέρα μου να βγούνε απ’ το σπίτι. Εγώ ήμουνα στην ταράτσα και έπαιζα με το αυτοκινητάκι μου . Ξαφνικά βλέπω ένα σώμα, μάλλον πρέπει να ‘τανε τσολιάς, να πέφτει από την Ακρόπολη και να χτυπιέται στους βράχους. Κατέβηκα κάτω και το ανέφερα στον πατέρα μου, ο οποίος μέσα στην σύγχυση την στιγμή που έμπαιναν οι Γερμανοί, κάπως δεν με πίστεψε. Μετά 15 ημέρες έρχεται και μου λέει: Μικρέ είχες δίκιο . Το είπε το BBC.»
Αλλά έχω και μια άλλη μαρτυρία να καταθέσω. Εμείς παίζαμε στο θέατρο του Διονύσου όλη την Κατοχή . Και θυμάμαι ότι όλοι οι γείτονες το ξέρανε και αφήνανε εκεί στον βράχο κάτω απ ‘ την σπηλιά ένα εικονισματάκι μ ‘ ένα καντήλι και λέγανε « για τον τσολιά που έπεσε με την σημαία την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί» .
Αυτό σημάδεψε την ζωή μου. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Μπορώ να πω δηλαδή ότι η αρχή της έννοιας ” Πατρίδα” δημιουργήθηκε μέσα μου σε πολύ μικρή ηλικία. Εξάλλου στο κατοχικό ποίημα που έγραψε ο Εύσκιος Πεύκης μας λέει:
Την Γαλανή παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι
και ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό
σκύβει και την φιλάει, τριγύρω του την δένει
και πέφτει στον γκρεμό!
Τι άλλο να προσθέσω εγώ;
Ο γνωστός Φοίβος Γρηγοριάδης – δεν με ενδιαφέρουν οι πολιτικές του ιδέες – το αμφισβητεί, γιατί λέει την ημέρα εκείνη που οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα και ανέβηκαν στην Ακρόπολη δεν υπήρχαν στρατιώτες …
Την δεκαετία του 1980, ο ιδιώτης Μ . Ναυπλιώτης – αξίζει επαίνους – ανακινεί το θέμα και ζητά από τον τότε υπουργό εθνικής αμύνης την επίσημη αναγνώριση της θυσίας του Κώστα Κουκκίδη. Το 1990 ζητήθηκε από το Γ.Ε.Σ. η συνδρομή του Υπουργείου Πολιτισμού και της Εφορείας της Ακροπόλεως στην συλλογή στοιχείων για το περιστατικό. Από τις σχετικές έρευνες δεν προκύπτουν στοιχεία.
Τον Οκτώβριο του 2000, ο αρχαιολόγος της Α Αρχαιολογικής Εφορείας Κλασσικών Αρχαιοτήτων Α.Μ. δημοσιεύει ένα περίεργο άρθρο στο περιοδικό ΑΝΘΕΜΙΟ, με τίτλο « Κ . Κουκκίδης: Θρύλος ή πραγματικότητα», που ενώ φαίνεται “αντικειμενικό”, εν τούτοις ”γέρνει” προς την αμφισβήτηση του όλου γεγονότος. Τονίζει την αμφισβήτηση του Φοίβου Γρηγοριάδη, αναφέρεται στην μη ανεύρεση στοιχείων από την Εφορεία της Ακροπόλεως στην έρευνα του Γ.Ε.Σ. και τονίζει ότι: « Κανένα κρατικό αρχείο, έγγραφο ή έκδοση δεν επιβεβαιώνει το περιστατικό» (η θυσία του Κουκκίδη!). Και ακολούθως συνεχίζει: « Στην επίσημη εξιστόρηση της κατάληψης των Αθηνών στην έκδοση της Δ/σεως ιστορίας στρατού ”Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον 20 Παγκόσμιο Πόλεμο – Το τέλος μιας Εποποιίας”, δεν γίνεται καμία μνεία για το περιστατικό του φρουρού της Ελληνικής Σημαίας στην Ακρόπολη». Και επιμένει: « Αλλά είναι μάλλον απίθανο να έχει παραληφθεί ένα τόσο συγκλονιστικό γεγονός όπως αυτό που αναφέρεται στον στρατιώτη Κώστα Κουκίδη κανένας στρατιώτης, φρουρός στην Ακρόπολη, δεν εκτελούσε εντεταλμένη υπηρεσία την συγκεκριμένη εκείνη ημέρα». Τελειώνει δε το άρθρο του λέγοντας ότι ακόμη και οι αυτόπτες μάρτυρες δεν έφεραν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία! Αυτά λέγει ο αρχαιολόγος Α.Μ . σε εκείνο το περίεργο άρθρο του.
Εγώ θα ‘θελα κατ’ αρχήν να συμφωνήσω με τον Φοίβο Γρηγοριάδη, ότι δηλαδή δεν υπήρχαν την ημέρα εκείνη στρατιώτες στην Αθήνα – και πολύ περισσότερο επάνω στον Ιερό Βράχο να φρουρούν την Σημαία.
Ωστόσο η μη ύπαρξις στρατιωτών επάνω στην Ακρόπολη δεν συνηγορεί για την αμφισβήτηση του γεγονότος. Αφού δεν υπήρχαν στρατιώτες στην Αθήνα, πώς θα υπήρχαν επάνω στον Ιερό Βράχο; Θα ‘πρεπε όμως ο κύριος αυτός να εξετάσει και την πιθανότητα, ο φρουρός να μην ήταν στρατιώτης. Απλό δεν είναι; Εξάλλου οι δυο αυτόπτες μάρτυρες, που δεν φαίνεται οι αμφισβητούντες να τους δίνουν σημα σία, ομιλούν για το “παιδί”. Και στο κάτω-κάτω τι περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία ήθελε ο αρχαιολόγος; Να έχουν κρατήσει σουβενίρ από το πτώμα ή να του έδειχναν τίποτε φωτογραφίες; Ένδεκα χρονών ήταν ο ένας από τους μάρτυρες και επτά ο άλλος. Και οι δυο είπαν ότι θα πεθάνουν με την εικόνα του νέου να πέφτει από την Ακρόπολη και να σκοτώνεται στα βράχια της. Αυτό τι είναι; Δεν είναι μαρτυρία ;
Όσο για τις έρευνες στον στρατό (Γ.Ε.Σ.) και στην Προεδρική φρουρά (εύζωνες), αλλά και του κου Φάκου που έψαχνε για κάποιον στρατιώτη με το όνομα Κ. Κουκκίδης, φυσικά και δεν έφεραν αποτελέσματα! Γιατί ούτε στρατιώτης ήταν ο Κώστας αλλά ούτε και εύζωνας. Η πολιτική σκοπιμότητα και η προκατάληψις όλα αυτά τα χρόνια έστειλαν τον Κώστα κατ’ ευθείαν στην άγνοια και στην λησμονιά αφού δεν ήταν παρά ένα απλό μέλος της Μεταξικής ΕΟΝ. Δεν μπορούσαν βέβαια να αναγνωρίσουν τέτοιο ηρωισμό σε ένα … Εονάκι!
Πριν από ένα χρόνο, επιτέλους, ετοποθετήθη κάποια αναμνηστική πλάκα στους πρόποδες της Ακρόπολης κοντά στον Αγ. Γεώργιο της Πέτρας, που αναφέρει την θυσία του Κώστα. Εντύπωση μου κάνει το ότι αυτοί που έβαλαν την αναμνηστική πλάκα, βρήκαν το ακριβές σημείο της θυσίας του Κώστα! Για όλους τους γραφειοκράτες που αμφισβητούν, υπάρχουν στα αρχεία κάποιου νεκροταφείου των Αθηνών η ημερομηνία θανάτου του και η ηλικία του. Κάποτε θα πρέπει να πάνε και να υποβάλλουν ταπεινά τα σεβάσματά τους.
Για τους υπόλοιπους, εμάς όλους, μένει η σκηνή η έμμονη στην σκέψη μας και στην καρδιά μας, της πτώσης από τον Ιερό μας Βράχο, και για εκείνους που δεν ήταν εκεί τότε, με τα μάτια της φαντασίας, η οπτασία ενός παιδιού, μόλις στα δεκαεπτά με το αριστερό του χέρι να σφίγγει τον ιστό της σημαίας του και το άλλο σφικτή γροθιά ανήμπορη, και μάτια που έβγαζαν φλόγες νεανικές …
Η Ζωή είναι στ’ αλήθεια όμορφη. Σίγουρα παίρνει και αξία Ελληνική αν την δώσουμε για χάρη ενός ιδανικού, όπως την έδωσε ο Κώστας. Ας δανεισθούμε κάτι από την πράξη του και ας τολμήσουμε, δείχνοντας ότι τέτοιες θυσίες δεν τις ξεχνούν τα παιδιά της Αθήνας, ακόμη και σήμερα σ’ αυτήν την αισχίστη εποχή που ζούμε. Ναι, ας τολμήσουμε!
Κάθε 27η Απριλίου πρέπει – χωρίς άλλο – εκείνη η αναμνηστική πλάκα στον Αγ. Γιώργη της Πέτρας να γεμίζει από λουλουδάκια της Αττικής …
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιωάννη Γιαννόπουλου “Μυστική Ακρόπολη”.
ΠΗΓΗ: ΕΛΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου